λινουργοί

λινουργοί
λινουργός
working flax
masc nom/voc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • λινουργός — ό (Α λινουργός, όν) αυτός που κατεργάζεται το λίνο αρχ. 1. το αρσ. ως ουσ. ὁ λινουργός α) υφάντης λινών β) είδος χήνας γ) είδος λίθου 2. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οἱ λινουργοί ονομασία που διδόταν στους εργαζομένους, στους ακτήμονες. [ΕΤΥΜΟΛ. <… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”